- γυμνοδάκτυλος
- Είδος σαύρας, η οποία είναι κυρίως γνωστή ως γκέκο (βλ. λ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυμνοδάκτυλος — ο (ζωολ.), είδος σαύρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκέκο — (gecko).Κοινή ονομασία ειδών σαύρας, που ανήκουν στην οικογένεια των γκεκονιδών. Οι γ. είναι χερσόβια ερπετά με κεφαλή, κορμό και επιμήκη ουρά. Η κοιλιά τους καλύπτεται από φολίδες, ενώ η ράχη παρουσιάζει κεράτινα φυμάτια, μεταξύ των οποίων… … Dictionary of Greek